Machucar - ορισμός. Τι είναι το Machucar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Machucar - ορισμός


Machucar      
v. t.
Esmagar (um corpo) com o pêso ou dureza de outro.
Debulhar (cereaes).
Pisar, triturar.
Amachucar.
(Cast. machucar)
machucar      
(cast machucar) vtd e vpr
1 Amolgar(-se), esmagar(-se) (um corpo) com a dureza ou o peso de outro. vtd
2 Amachucar, amarfanhar, amarrotar: Machucar o paletó. vtd
3 Debulhar, descascar: ''Machucar trigo'' (Morais). vtd e vpr
4 Magoar(-se), ferir(-se): ''Diz V. Ex.ciaque eu com a minha bota machuquei o seu coração'' (Machado de Assis). ''Coitado do meu velho! Vão ver que se machucou'' (Coelho Neto). vtd
5 Triturar, pisar: ''Machucar raízes, sementes'' (Constâncio, ap Franc. Fernandes). vtd
6 Esbater com ferros em pedra (objetos de relevo). vtd
7 Escult Modelar com os dedos em barro ou cera.
machucador      
/ô/ adj.s.m. (-1634 cf. BPPro)
1 que ou o que machuca
2 B diz-se de ou utensílio, ger. de madeira, próprio para esmagar diversos produtos, esp. na cozinha; socador
3 diz-se de ou aparelho us. para machucar ou bater a manteiga
-etim rad. do part. machucado + -or